- Κενταυρικῶς
- Κενταυρικόςlike a Centauradverbial
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κενταυρικός — κενταυρικός, ή, όν (Α) [κένταυρος] 1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε κένταυρο 2. αυτός που χαρακτηρίζει άνθρωπο άγριο, ωμό, θηριώδη. επίρρ... κενταυρικῶς (ΑΜ), με κενταυρικό, αγροίκο τρόπο … Dictionary of Greek